- πλανιπεδαρία
- και πλανιπεδία, ἡ, Μδευτερεύον είδος κωμωδίας στους Ρωμαίους που ονομάστηκε έτσι από το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής, μίμος ορχηστής ή παντόμιμος, ήταν είτε ξυπόλητος, όπως και αυτοί που έπαιζαν μαζί του, είτε έπαιζε πάνω στην ορχήστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. planipes, -edis «είδος παντομίμου» < λατ. planus «ομαλός, επίπεδος» + pes «πόδι»].
Dictionary of Greek. 2013.